Ἕνα πρωτοποριακό ἔργο, ἔμελλε νά δημιουργηθῇ στό κέντρο τῆς πόλεως τοῦ Αἰγίου, ἐκεῖ ὅπου μέχρι καί τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, ὑπῆρχε ἕνα οἰκόπεδο ἀφημένο στήν «τύχη» του, καί οἱ περίοικοι καί διερχόμενοι Αἰγιῶτες τό χρησιμοποιοῦσαν διά νά ἀποθέσουν ὅ,τι ἄχρηστο. Πολύ σύντομα, τό οἰκόπεδο τῆς ὁδοῦ Πολυχρονιάδου 8, τήν ἐποχή ἐκείνη, εἶχε μετατραπεῖ σέ«σκουπιδότοπο» καί κανείς δέν ἐνδιαφερόταν δι’ αὐτό. Ὁ χῶρος αὐτός, ἦταν ἰδιοκτησίας τοῦ Αἰγιώτη ἀειμνήστου Πάνου Σ. Οἰκονόμου, ὁ ὁποῖος μέ τήν «ΙΔΙΟΓΡΑΦΟΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ» του, τήν ὁποία συνέταξε τήν 15η Ἰανουαρίου 1970, τό παραχωροῦσε στήν γενέτειρά του πόλη του Αἰγίου. Ἡ Διαθήκη σημείωνε καί ὅριζε ὡς ἐκτελεστές, τούς: Α΄. Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας, Β΄. Τόν Δήμαρχο Αἰγίου, καί Γ΄. Τήν Σύζυγό του, μέ σκοπό τήν ἀξιοποίηση του χώρου διά τήν νεότητα. Γνωστό σέ ὅλους εἶναι, ὅτι οἱ περισσότεροι τοῦ ἑνός κληρονόμοι, ἀντιμετωπίζουν προβλήματα, πολλές φορές ἀξεπέραστα, ὅσον ἀφορᾷ στήν ὑλοποίηση τῶν ἐπιταγῶν καί θελήσεων τοῦ Διαθέτου. Τοῦτο ἀκριβῶς ἐπιβεβαιώθηκε διά μία ἀκόμη φορά καί στήν παρούσα περίπτωση. Τό Ἐφετεῖο Ἀθηνῶν, ἐκλήθη νά ἀποφανθεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως οἱ ἐκτελεστές, εἶχαν ὑποβάλει ἐγγράφους προτάσεις ἀξιοποιήσεώς του. Ἐκδοθείσης τῆς δικαστικῆς ἀποφάσεως τήν 18η Δεκεμβρίου 1980, σ τό σκεπτικό της, σημειώνεται, ὅτι παραχωρεῖται: «… δυνάμει τῆς ὑπ’ ἀριθμ. Ἀποφάσεως 11.195/1980, τοῦ Ἐφετείου Ἀθηνῶν, εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας.» Τοῦτο ἔγινε, διότι ἡ πρόταση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, «… πληρέστερον ἱκανοποιεῖ, τήν ἀληθῆ τοῦ ρηθέντος Διαθέτου βούλησιν …» Μετά τήν πάροδο ἑξαμήνου, καί συγκεκριμένα τήν 12η Ἀπριλίου 1981, τίθεται ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ ἔργου ἀπό τόν τότε Ὑπουργό Προεδρίας τῆς Κυβερνήσεως - Ἀχαιό τήν καταγωγή - καί μετέπειτα, Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας κ. Κωνσταντῖνο Στεφανόπουλο, μέ τίς εὐλογίες τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος, κυροῦ Σεραφείμ καί τοῦ Σεπτοῦ Ποιμενάρχου μας κ. Ἀμβροσίου. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ξεκινοῦσε ἡ ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμηση ἑνός νέου κοινωνικοῦ χαρακτῆρος, κτηρίου στό κέντρο τῆς πόλεώς μας, τό ὁποῖο ἔμελλε νά προσφέρει ποικίλλους πνευματικούς καρπούς στήν νεολαία καί τό λαό τοῦ Αἰγίου. Ὁ ἀρχικός σχεδιασμός του προέβλεπε, τήν κατά τό δυνατόν καλυτέρα ἐκμετάλλευση τοῦ χώρου, μέ τήν κατασκευή ἡμιϋπογείου, Ἰσογείου, 1ου καί 2ου Ὀρόφου, ὥστε νά γίνει πραγματικότητα, ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀειμνήστου Διαθέτου καί τό ὅραμα τοῦ Μητροπολίτου, διά «προσφοράν» πρωτίστως στήν νεότητα τῆς περιοχῆς, ἤτοι, ἑνός Ἐκκλησιαστικοῦ Οἴκου, μέ σκοπό καί πρόγραμμα, τήν παροχή γνώσεων, ὡς ἐφόδιο πρός εὕρεση ἐργασίας κυρίως εὐπαθῶν ὁμάδων, ἀλλά καί παροχή νεανικῶν δραστηριοτήτων καί ψυχαγωγίας, ὡρῶν ξεγνοιασιᾶς, καί δημιουργία πνευματικῶν συντροφιῶν, ὑπό τήν σκέπη τῆς Ἐκκλησίας. Καί πράγματι, μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου, ἄρχισε κατ’ ἀρχήν νά λειτουργεῖ στόν πρῶτο ὄροφο «Κέντρον Ἐπαγγελματικῆς Καταρτίσεως» μέ πρῶτο τμῆμα, αὐτό τῆς «Ἐκπαιδεύσεως Ἠλεκτρονικῶν Ὑπολογιστῶν» γιά ὅλες τίς ἡλικίες μέ ποικιλία προγραμμάτων, μέ ὀλιγομελῆ τμήματα τριμήνου καί ἑξαμήνου διαρκείας σπουδῶν, καί ἀναφέρομε ὡς παράδειγμα τά τμήματα: Α). Μηχανογραφημένης ΛογιστικῆςΒ). Ἐκμαθήσεως Σχεδίου καί Γ). Γραφιστικῆς ὡς Μέσου Ἐπικοινωνίας. Ὁ Ἰσόγειος χῶρος, παλαιότερα εἶχε μισθωθεῖ στά «Ἑλληνικά Ταχυδρομεῖα» τῆς πόλεως. Σήμερα ἕνα μέρος του, εἰδικά διαμορφωμένο, φιλοξενεῖ τό ἱστορικό καί πολιτιστικό Μουσεῖο Ἰακώβου Τσούνη στό ὁποῖο ἐκτίθενται κειμήλια θρησκευτικῆς, ἐθνικῆς καί ἱστορικῆς ἀξίας, ἀπό τήν προσωπικήν συλλογή τοῦ νεωτέρου βετεράνου τοῦ β΄ παγκοσμίου πολέμου κ. Ἰακώβου Τσούνη. Στόν 1ον ὄροφον σήμερα λειτουργεῖ ἡ Σχολή Βυζαντινῆς Ἁγιογραφίας καί Ζωγραφικῆς, ἡ Σχολή Παραδοσιακῶν Ὀργάνων, καθώς καί Internet cafe διά τούς φοιτητές τῶν σχολῶν Α.ΤΕΙ τῆς πόλεώς μας. Στόν δεύτερο ὄροφο λειτουργεῖ ἡ Σχολή Βυζαντινῆς Μουσικῆς στήν ὁποία φοιτοῦν νέες, νέοι καί ἡλικιωμένοι, οἱ ὁποῖοι ἐκπαιδεύονται στήν Ἱεροψαλτική Τέχνη διά νά ἀποτελέσουν τούς καλλικέλαδους Ἱεροψάλτες τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ἀναλογίων. Παράλληλα στόν ἴδιο ὄροφο στεγαζόταν ἐπί πολλά ἔτη, σέ ἰδιαίτερο χῶρο ὁ «Σύλλογος Φίλων Βυζαντινῆς Μουσικῆς» Αἰγίου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ καύχημα τῆς πόλεώς μας μέ πλουσία δρᾶση καί καλλιτεχνικές συναυλίες ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος. Ἴσως θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσωμε τόν 2ον ὄροφο τοῦ περιγραφομένου κτηρίου ὡς τήν κορωνίδα του, καί τοῦτο διότι στόν χῶρο αὐτό τοποθετεῖται ἡ αἴθουσα πολλαπλῶν χρήσεων, στήν ὁποία πραγματοποιοῦνται, Συνέδρια, Παρουσιάσεις βιβλίων, Ἐνημερωτικά Σεμινάρια, Ὀμιλίες στά πλαίσια τῆς Σχολῆς Γονέων ἀλλά καί οἱ κατά τήν Κυριακή Θρησκευτικοῦ περιεχομένου Ὁμιλίες, ἀπό διακεκριμένους ὁμιλητές, πρός καλλιέργεια τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν καί τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐπίλογο, κρίναμε, ὅτι ἔπρεπε νά καταγράψωμε, μία ἀκόμα σπουδαία προσφορά τοῦ Κέντρου Νεότητος πρός τήν ἐνορία τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Ὁ σεισμός τῆς 15ης Ἰουλίου 1995, προκαλεῖ στόν ἱστορικό Ἱ. Ναό, πού ἀποτελεῖ κόσμημα οἰκοδομικῆς τέχνης, καλλιτέχνημα τοῦ Τσίλλερ – σημαντικές ὑλικές καί κτιριακές ζημιές καί τόν καθιστᾶ ἀνενεργό. Καί τότε ἐγείρεται τό, πρός ἄμεσο ἀπάντηση, ἐρώτημα: «Ὑπάρχει δυνατότης μεταστεγάσεως τοῦ Ναοῦ; Καί ποῖον κτήριον προσφέρεται διά τήν τέλεσιν τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί φιλοξενίας τῶν ἐνοριτῶν»; Στό ἐρώτημα δίδει ἀπάντηση καί λύση ὁ Σεπτός Ποιμενάρχης μας διά τῆς παραχωρήσεως τοῦ ἡμιϋπογείου ὀρόφου τοῦ Κέντρου Νεότητος, ὁ ὁποῖος σέ σύντομον χρονικό διάστημα, μεταμορφώθηκε, τροποποιήθηκε διά καταλλήλων οἰκοδομικῶν παρεμβάσεων καί προσφέρει σήμερα στέγη προσωρινή (ἔτσι πιστεύαμε τότε) στόν Ναό καί τούς εὐσεβεῖς ἐνορῖτες του.