Στα δύο προηγούμενα άρθρα μας σκιαγραφήσαμε τον βίο και το έργο των τριών Δερβενιωτών Αγιογράφων, που χάρη στην πολύχρονη εγκατάστασή τους στο Αίγιο πριν τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο κατέλειπαν σε πολλούς από τους Ιερούς Ναούς της πόλεώς μας και των γύρω χωριών σημαντικά αριστουργήματα Εκκλησιαστικής Ζωγραφικής. Στα άρθρα αυτά επικεντρώσαμε επίσης τις αναφορές και τα σχόλιά μας στην Εικόνα της «Αμπέλου» που δεσπόζει με την εμβληματική παρουσία Της στους χώρους του Ιερού Προσκυνήματος της Τρυπητής. Με αισθητικές παρατηρήσεις, ιστορικές αναφορές και επεξηγήσεις επι του Εικονογραφικού Τύπου της «Αμπέλου», θα ολοκληρώσουμε στο παρόν και στο επόμενο άρθρο την παρουσίαση της Εικόνος. Γενική εσωτερική άποψις του Ιερού Ναού της Παναγίας Τρυπητής προς βορράν, προς τον βράχο. Στο μέσον της φωτογραφίας στο βάθος, στο ύψος της εσωτερικής σκάλας που οδηγεί από τον Πρόναο και το Αγίασμα στον κάτω όροφο στον άνω και στον Κυρίως Ναό, δεσπόζει με το επιβλητικό μέγεθος και την ξεχωριστή Βυζαντινή Τεχνοτροπία της φιλοτεχνήσεώς Της, η Εικόνα του Ιησού Χριστού ως η «Άμπελος». Η προσωπική σφραγίδα της γραφής που χαρακτηρίζει την «Άμπελο» στην Τρυπητή ταυτίζεται απολύτως με το εικαστικό ύφος που αναγνωρίζουμε στα έργα του Σπυρίδωνος Ψαρρού, γεγονός το οποίο δεν επιτρέπει ουδεμία αμφιβολία πως η μεγάλων διαστάσεων ανυπόγραφος Εικόνα αποτελεί προσωπικό δημιούργημα του πρωτότοκου υιού του Ιωάννου. Κατά την εποχή της φιλοτεχνήσεως της Εικόνος που διήρκεσε τουλάχιστον δύο χρόνια, ο Σπυρίδων Ψαρρός πενήντα τεσσάρων έως πενήντα έξι ετών περίπου τότε, βρισκόταν σε ηλικιακή και καλλιτεχνική ωριμότητα. Επρόκειτο για την περίοδο εκείνη της ζωής του κατά την οποία φιλοτέχνησε τις πιο θεαματικές από τις Εικόνες του, η Τεχνοτροπία των οποίων (Βυζαντινή πάντοτε και εμπνευσμένη από το εικονογραφικό έργο του Φωτίου Κόντογλου και του Δημητρίου Πελεκάση) υπήρξε εφάμιλλος και σε πολλές περιπτώσεις πιθανόν, ανωτέρα της «Αμπέλου». Στο αμέσως προηγούμενο άρθρο μας απαριθμήσαμε τους σημαντικότερους Ναούς της περιοχής μας οι οποίοι έχουν ιστορηθεί από τον Σπυρίδωνα Ψαρρό. Στις εκκλησίες αυτές θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον Άγιο Κωνσταντίνο, τον Σταυροειδή Τρουλαίο πετρόκτιστο Ναό στο ομώνυμο γειτονικό προς δυσμάς χωριό, χτισμένο σε σημείο με υπέροχη αμφιθεατρική θέα προς το Αίγιο και την Θάλασσα του Κορινθιακού. Στον Άγιο Κωνσταντίνο ο Ψαρρός έχει φιλοτεχνήσει με το γνωστό Μεταβυζαντινό στυλ του άπαντα τα Φορητά του Τέμπλου και σύνολο Φορητών επίσης Εικόνων μεγάλου μεγέθους που υπερβαίνουν τον αριθμό των δέκα, οι οποίες κοσμούν τις ποικίλες όψεις των τοίχων της εκκλησίας, με πιο πετυχημένες ανάμεσά τους τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου στο νότιο κλίτος και τους Τρείς Ιεράρχες, στο βόρειο. Ο αείμνηστος Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Ντρέκης (στο μέσον) πλαισιωμένος από αριστερά από τον μακαριστό Πρωτοπρεσβύτερο Δημήτριο Μάλλιο (Λυκούρια Κλειτορίας 1919 – Αίγιον 1988) Κτήτορα και Εφημέριο έως και την αποδημία του του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδος στην Αγορά του Αιγίου και από δεξιά, πλαισιωμένος από τον μακαριστό Ηγούμενο της Ιεράς Μονής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αιγιαλείας Θεόκλητο Παπαζαφείρη (Προφήτης Ηλίας Λαπαθών ; - 1997). Φωτογραφικό στιγμιότυπο από εκδρομή των τριών Κληρικών στην Κωνσταντινούπολη, στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ο ευλαβέστατος Αγιογράφος Αθανάσιος Ψαρρός (στα δεξιά του Ιερέως) συμμετέχει σε Εορτασμό της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου στο χωριό του το Δερβένι, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Για να επιστρέψουμε ωστόσο στην παρουσία των Ψαρρών στην Τρυπητή και στην Εικόνα της «Αμπέλου», επιβάλλεται να αναφέρουμε πως από την Αλληλογραφία (την παρουσιάσαμε στο προηγούμενο άρθρο μας) ανάμεσα στον μακαριστό Πρωτοπρεσβύτερο Νικόλαο Ντρέκη, προϊστάμενο επί σειρά ετών του Ιερού Προσκυνήματος και Αρχιερατικό Επίτροπο κατά την εποχή της φιλοτεχνήσεως της Εικόνος και στον Αγιογράφο Αθανάσιο Ψαρρό, καθίσταται φανερό πως η παραγγελία για την δημιουργία του έργου δεν δόθηκε στον Σπυρίδωνα Ψαρρό αλλά στον προαναφερθέντα αδελφό του. Από την Αλληλογραφία συνάγεται επίσης, πως όχι μόνο η ανάθεση για την φιλοτέχνηση της «Αμπέλου» είχε δοθεί προσωπικώς στον Αθανάσιο αλλά και πως επι δύο έτη (όσο διήρκεσε η κατασκευή του έργου και η παράλληλος ανταλλαγή Επιστολών ανάμεσα στους δύο άνδρες), τόσο ο Μακαριστός Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Κυρός Γεώργιος ο οποίος είχε δώσει την εντολή της φιλοτεχνήσεως, όσο και οι λοιποί συνεργάτες του στην Ιερά Μητρόπολη, πίστευαν πως ζωγράφος και μοναδικός δημιουργός του έργου, ήταν ο Αθανάσιος. Το ανωτέρω γεγονός εγείρει δύο εύλογες απορίες: πρώτον, γιατί ενώ ο Αθανάσιος υπήρξε στα λόγια και στα χαρτιά ο επίσημος και μοναδικός αποδέκτης της παραγγελίας για την κατασκευή της Εικόνος και γιατί, ενώ ο ίδιος αλληλογραφούσε με την Ιερά Μητρόπολη και με τον Πατέρα Νικόλαο ως ο καθαυτό και μόνος δημιουργός της Εικόνος, τελικώς την «Άμπελο» δεν την ζωγράφισε ο ίδιος παρά ο αδελφός του; Και δεύτερον, για ποιόν λόγο αποσιωπήθηκε η πρωταγωνιστική ανάμειξη που είχε ο Σπυρίδων Ψαρρός στην φιλοτέχνηση του έργου, όταν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο καλλιτέχνης αυτός βρισκόταν τότε στον κολοφώνα της αγιογραφικής του σταδιοδρομίας και επιπλέον, λίγα χρόνια αργότερα δέχτηκε παραγγελίες για την κατασκευή πολλών Εικόνων και στην Τρυπητή; Είμαστε σε θέση να δώσουμε απάντηση στην πρώτη απορία όχι όμως και στην δεύτερη.Σε ότι αφορά την απορία στην οποία δυνάμεθα να δώσουμε απάντηση, θα πρέπει να την αναζητήσουμε στο εικονογραφικό στυλ με το οποίο κατά την παράδοση ζωγραφίζεται η Ιερά Παράστασις του Ιησού Χριστού, ως «Εγώ Ειμί η Άμπελος». Για να καταστούν μάλιστα περαιτέρω κατανοητές οι απαντήσεις που θα δώσουμε, οφείλουμε να κάνουμε βουτιά στο Χρόνο και να ανατρέξουμε στην περίοδο που προηγήθηκε της Αλώσεως, που συμπίπτει με την εμφάνιση των τριών πρώτων Εικόνων με θέμα τον Χριστό ως η «Άμπελος». Δημιουργός και των τριών Εικόνων στις οποίες για πρώτη φορά απεικονίστηκε η Παράστασις της «Αμπέλου» υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Αγιογράφους της Κρητικής Σχολής, ο Άγγελος Ακοτάντος (; - 1450). Ο σπουδαίος εκείνος Αγιογράφος με τις τρείς διαφορετικές εκδοχές του ιδίου θέματος που ιστόρησε στις τρείς Εικόνες, θεωρείται ο δημιουργός του Εικονογραφικού Τύπου της «Αμπέλου». Και οι τρεις Εικόνες βρίσκονται σήμερα στην Κρήτη, οι δύο στην Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας στις Ιερές Μονές Οδηγητρίας και Βροντησίου ενώ η τρίτη στην Ιερά Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας, στην Ενορία Μαλλών. Ο Άγγελος ζωγράφισε τις Εικόνες με την Παλαιολόγειο Βυζαντινή Τεχνοτροπία την οποία υπηρετούσαν όλοι οι Αγιογράφοι της εποχής εκείνης στην Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία, με την οποία ο καλλιτέχνης φιλοτέχνησε και όλα τα υπόλοιπα έργα του. Το Παλαιολόγειο Βυζαντινό στυλ του Αγγέλου, διαμόρφωσε παράδοση που έκτοτε επικράτησε σε ότι αφορά την Τεχνοτροπία την οποία θα έπρεπε να ακολουθούν πιστά και με σεβασμό οι διάδοχοί του Αγιογράφοι κατά τους επόμενους αιώνες, οσάκις επρόκειτο να φιλοτεχνήσουν ανάλογο Παράσταση. Η Παράστασις της «Αμπέλου» με τα πολλαπλά ευχαριστιακά νοήματα που περικλείει, ιστορήθηκε ως επί το πλείστον σε τόπους στους οποίους λατρεύεται το Ορθόδοξο Δόγμα, όπως ο ελλαδικός. Δεν υιοθετήθηκε ωστόσο από την Εικονογραφία της Δυτικής Ζωγραφικής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχουν Εικόνες της «Αμπέλου» ιστορημένες κατά την Αναγεννησιακή Τεχνοτροπία. Αυτός είναι ο λόγος επίσης, για τον οποίο δεν συναντούμε την «Άμπελο» σε εκκλησίες στην Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνος (αμέσως μετά την Επανάσταση και κατά την Βαυαρική και Οθωνική Περίοδο), σε εποχές δηλαδή κατά τις οποίες εισήχθη στην εγχώρια Εικονογραφία και παγιώθηκε η Αναγεννησιακή Τεχνοτροπία. Αναγεννησιακής Τεχνοτροπίας Εικόνες της «Αμπέλου» δεν συναντούμε ούτε στα Εικονογραφικά Εργαστήρια του Αγίου Όρους. Αίγιον, Οκτώβριος 2018Σπυρίδων Κρητικός, Ζωγράφος