Ανάμεσα στις είκοσι παλαιές Εικόνες που μετά την Αναστήλωσή Τους αναρτήθηκαν στο χώρο του Ιστορικού Ναού της Τρυπητής που έχει επονομασθεί «Εικονοθήκη» ο οποίος ανοίγεται απέναντι από το Τέμπλο, έχουν συνεκτεθεί και έξι που φέρουν τους Κωδικούς: Α13/13, Α14/14, Α15/15, Α16/16, Α17/17 και Α18/18 και απεικονίζουν κατά διαδοχή, τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, τον Άγιο Σάββα, τον Άγιο Διονύσιο, τον Άγιο Βασίλειο, την Αγία Βαρβάρα και τη Σύναξη των Αγίων Ταξιαρχών. «Η Μεταμόρφωσις του Χριστού», το ονομαστό έργο του ζωγράφου της Ιταλικής Αναγεννήσεως Ραφαέλο, το οποίο αντέγραψε πιστά ο Αγιογράφος Ιωάννης Ψαρρός όταν φιλοτέχνησε το δικό του έργο με τη «Μεταμόρφωση», στην Τρυπητή. Ο Άγιος Σάββας. Ο Άγιος Διονύσιος. Ο Άγιος Βασίλειος. Η Αγία Βαρβάρα. Η Σύναξις των Αγίων Ταξιαρχών. Πρόκειται για μικρού μεγέθους ελαιογραφίες που έχουν φιλοτεχνηθεί επί καμβά με διαστάσεις κάθε μία 43 εκατοστά κατά το ύψος επί 32 εκατοστά κατά το πλάτος. Δημιουργός των Εικόνων υπήρξε ο Αγιογράφος Ιωάννης Ψαρρός, ο οποίος απαθανάτισε το όνομά του μόνο στην Εικόνα των Αγίων Ταξιαρχών, κατά τον εξής τρόπο: «Ι. Σ. Ψαρρός ζωγράφος», δίχως ωστόσο να προσθέσει τη χρονολογία κατά την οποία Τις κατασκεύασε. Στην πρόσφατη προσπάθειά μας να επανεντοπίσουμε τις Εικόνες του Ιωάννου Ψαρρού που αποθησαυρίζονται στο Ιερό Προσκύνημα με αφορμή τις ανάγκες των παρόντων δημοσιεύσεων, στο νου μας επανήλθε κείμενο που είχαμε γράψει παλαιότερα, όταν συμπεριλάβαμε στην Αναστήλωση των Ιερών Φορητών Εικόνων του Προσκυνήματος και τις έξι Φορητές που παρουσιάζουμε σήμερα. Το ανασύραμε και το παραθέτουμε αυτούσιο. Το κείμενο ωστόσο, κατηρτισμένο σε εποχή κατά την οποία το έργο του Ιωάννου Ψαρρού μας ήταν ελάχιστα γνωστό αλλά και η εκτίμηση που τρέφαμε για τις λιθόγραφες χαρτώες Εικόνες μηδαμινή, δίδει αφορμή για περαιτέρω σχολιασμούς, δεδομένου ότι έκτοτε γνωρίσαμε εκτενώς το έργο του ανδρός και επιπλέον, η εκτίμησή μας για τις λιθόγραφες Εικόνες επαναπροσδιορίστηκε. Το κείμενο έχει ως εξής: «Θα εξετάσουμε τις έξι αυτές Εικόνες μαζί, επειδή προέρχονται από τον χρωστήρα του ιδίου καλλιτέχνου και επειδή φιλοτεχνήθηκαν προφανώς υπό το καθεστώς της ιδίας παραγγελίας. Εφόσον καμία από τις Εικόνες δε φέρει Αναθηματική Επιγραφή, οι πληροφορίες μας παραμένουν μηδαμινές αναφορικά με τους παραγγελιοδότες και τους σκοπούς της παραγγελίας.Τα έξι αυτά μικρά έργα έχουν φιλοτεχνηθεί από τον Αγιογράφο Ιωάννη Ψαρρό, καλλιτέχνη ο οποίος με πατρίδα το γειτονικό Δερβένι Κορινθίας, έζησε και δημιούργησε και στην πόλη του Αιγίου το πρώτο μισό του 20ου αιώνος. Για τον Αγιογράφο αυτόν γνωρίζουμε ελάχιστα. Οφείλουμε να ερευνήσουμε τη ζωή και το έργο του στα πλαίσια της καταγραφής και της εμπεριστατωμένης στελεχώσεως ενός πλήρους Καταλόγου με τις Βιογραφίες των Αγιογράφων που δημιούργησαν στην πόλη του Αιγίου και στην ευρύτερη περιοχή της Αιγιαλείας κατά την Ύστερη Τουρκοκρατία και την Περίοδο που ακολούθησε την Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση.Οι έξι Εικόνες αποτελούν πιστά αντίγραφα των τυποποιημένων χάρτινων έγχρωμων λιθόγραφων χαλκογραφιών με θέματα θρησκευτικά, που κυκλοφόρησαν ευρύτατα στο εμπόριο μετά το 1900. Υπάρχει μία καθόλα έγκυρος μαρτυρία κατά την οποία ο Ψαρρός θαύμαζε την τεχνική τελειότητα που εμφάνιζαν οι χάρτινες αυτές Εικόνες και την άρτια τεχνουργική μεθοδολογία της εκτυπώσεώς των, την οποία εξ’ άλλου προσπαθούσε να μιμηθεί στα δικά του έργα. Την μαρτυρία μας διέσωσε ο προσφάτως αποθανών παλαιός Αγιογράφος του Αιγίου Κωνσταντίνος Ανδρεάδης (1912 – 1994). Σύμφωνα με όσα μας είχε αναφέρει ο μακαριστός Ανδρεάδης, όταν ο Ιωάννης Ψαρρός είχε ολοκληρώσει κάποια Εικόνα του, το αποτέλεσμα της οποίας του προξενούσε την ψυχική εκείνη ευφροσύνη την οποία κάθε καλλιτέχνης που εκτιμά πως αποπεράτωσε με επιτυχία κάποιο έργο του συναισθάνεται και απολαμβάνει, αποφαινόταν με καμάρι πως «μοιάζει σα να είναι του Τύπου», εννοώντας πως ομοίαζε με τις εκτυπωμένες χαλκογραφίες του εμπορίου.Παρ’ όλο τη δευτερεύουσα εικαστική ποιότητα που χαρακτηρίζει τις έξι Εικόνες επειδή τυγχάνει ακριβώς να είναι αντίγραφα των χαλκογραφιών του εμπορίου, θα ήταν άδικο να μη συνεκτιμούσαμε στις πλαστικές Τους αρετές, τη χρωματική λαμπρότητα και τη χρωματική ένταση που διαθέτουν. Ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά βρίσκουμε τα τολμηρά χρώματα στα Άμφια που φέρουν οι φιγούρες του Αγίου Διονυσίου και του Αγίου Βασιλείου με Κωδικούς αντιστοίχως Α15/15 και Α16/16, καθώς και το πορφυρό στο ιμάτιο της Αγίας Βαρβάρας με Κωδικό Α17/17. Δεν θα μπορούσαμε να μην επισημάνουμε επίσης, την πετυχημένη επαγωγική μετάβαση από το ασημο-χρυσοχρώδες του εδάφους στο κάτω τμήμα των τριών αυτών Εικόνων, προς στο γαλάζιο και στη συνέχεια στο βαθύ μπλε του ουρανού, στο άνω τμήμα Τους.Το άνω τμήμα της Εικόνος Α13/13 με τις Μορφές του Κυρίου και των Προφητών Ηλιού και Μωϋσέως, αποτελεί πιστό αντίγραφο του αντίστοιχου τμήματος του πίνακα με την Μεταμόρφωση του Ραφαέλο Σάντι ντα Ουρμπίνο, τελευταίο έργο του τρίτου εκ των κορυφαίων της Ιταλικής Αναγεννήσεως, που σήμερα φυλάσσεται στην Πινακοθήκη των Μουσείων του Βατικανού. / Έγραφα στην Παραλία Κύμης στην Εύβοια, την Μεγάλη Τρίτη, 18 Απριλίου 1995».Την ίδια περίπου εποχή κατά την οποία συνέτασσα το ανωτέρω κείμενο, ο εξ αγχιστείας συγγενής των Ψαρρών περισπούδαστος Φιλόλογος Λυκειάρχης και εκλεκτός πνευματικός άνθρωπος της πόλεώς μας κύριος Ιωάννης Σωτηρίου, με συνόδευσε και με ξενάγησε στην πατρογονική οικία που λειτούργησε και ως εργαστήριο της οικογενείας των Αγιογράφων. Ευρίσκετο στην παράλιο οδό Αγίας Βαρβάρας στον αριθμό 33, στο Δερβένι. Μετά και τον θάνατο του Αθανασίου το 1974, τελευταίου ενοίκου της οικίας, το σπίτι σφραγίστηκε και παρέμεινε σιωπηλό μέχρι την κατεδάφισή του. Η επίσκεψή μου με τον κύριο Σωτηρίου στην οικία εκείνη, απετέλεσε το πρώτο σημαντικό ερέθισμα της κατοπινής μου γνωριμίας με το έργο των τριών καλλιτεχνών, τόσο του Ιωάννου όσο και των υιών του, Σπυρίδωνος και Αθανασίου. Οι Αγιογράφοι αυτοί δε διακόνησαν την Εκκλησία με τον χρωστήρα τους μόνο αλλά και με τις ευλαβείς και καλλικέλαδες φωνές τους, και οι τρείς, ως Ιεροψάλτες, αφιερωμένοι με αφοσίωση μέχρι του τέλους της ζωής τους στο Ιερό Αναλόγιο, σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε πολλούς Ναούς ανά την Αιγιάλεια. Για όσα χρόνια κατοίκησε ο Ιωάννης στο Αίγιον, παράλληλα με την ιδιότητά του ως Καθηγητής των Καλλιτεχνικών Μαθημάτων στο Γυμνάσιο της πόλεως, διετέλεσε ταυτοχρόνως και τακτικός Ιεροψάλτης στο Ιερό Προσκύνημα, εναλλάξ, άλλοτε ως Πρωτοψάλτης και άλλοτε ως Λαμπαδάριος, μέχρι την τελευταία ημέρα πριν από την αναχώρησή του και την οριστική επιστροφή του στη γενέτειρά του, που σημειώθηκε τις παραμονές της ενάρξεως του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά και τον πρωτότοκο υιό του Σπυρίδωνα, τον μετέπειτα εξ’ ίσου με εκείνον λαμπρό Αγιογράφο, τον συναντούμε στο Αριστερό Αναλόγιο του Λαμπαδαρίου στην Τρυπητή, ως έμμισθο Ιεροψάλτη κατά τη διάρκεια ενός τουλάχιστον έτους με την αμοιβή των εκατόν πενήντα δραχμών το μήνα και ως βοηθό του πατέρα του, από τον Απρίλιο του 1931 έως τον Μάιο του 1932. Τον Απρίλιο μάλιστα του 1931, στην ηλικία των δέκα εννέα ετών, ο Σπυρίδων συμμετείχε στον Χορό των Ιεροψαλτών κατά τη διάρκεια της Ιεράς Πανηγύρεως της χρονιάς εκείνης, συμπαραστατούμενος από τον αγαπημένο ήδη από την εποχή εκείνη επιστήθιο, συνομήλικο και δια βίου αδελφικό του φίλο Σπυρίδωνα Περιστέρη (Ροδοδάφνη Αιγιαλείας 1913 – Αθήνα 1998) το κατοπινό «Αηδόνι του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών», υπό τις Ευλογίες του τότε Εφημερίου του Ναού της Τρυπητής, Ιερέως Θεοδώρου Παπαγεωργίου. Κατά την προσωπική μας εκτίμηση, ο Ιωάννης Ψαρρός φιλοτέχνησε τις έξι Φορητές Εικόνες στο χρονικό διάστημα της εδώ προπολεμικής παραμονής του, την εποχή δηλαδή κατά την οποία οι επισκέψεις του στην Παναγία λόγω των ψαλτικών του καθηκόντων ήταν συχνότατες. Ο λόγος που μας κάνει να πιστεύουμε πως τα έργα φιλοτεχνήθηκαν κατά την περίοδο εκείνη (που ήταν για το αγιογραφικό έργο του Ιωάννου περίοδος πρωιμότητας) είναι το πρωτόλειο που παρουσιάζουν, η τεχνοτροπία των οποίων φαίνεται να μην έχει αγγίξει ακόμη την κορύφωση στην οποία οδηγήθηκε ο Αγιογράφος στα επόμενα έργα του που ζωγράφισε στα χρόνια που ακολούθησαν τον Πόλεμο. Θα πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους για τη φιλοτέχνηση των συγκεκριμένων έργων, στην εκ των πραγμάτων ανάγκη των Ναών (ομοίως και της Τρυπητής) να διαθέτουν επαρκή αριθμό μικρού μεγέθους Εικόνων με Ιερές Παραστάσεις και με Μορφές Αγίων που να ανταποκρίνονται στην Εορτή της κάθε ημέρας, οι οποίες τοποθετούνται στη δυτική είσοδο για να προσκυνούνται από τους πιστούς που εισέρχονται. Δεν αποκλείεται να είχε προβλεφθεί η φιλοτέχνηση και άλλων παρόμοιων Εικόνων, ο προγραμματισμός των οποίων ενδεχομένως ματαιώθηκε ένεκα της βεβιασμένης αναχωρήσεως του Ιωάννου και της οικογενείας του από το Αίγιον, κάτω από την απειλή της ενάρξεως του Μεγάλου Πολέμου. Σήμερα, τον εφοδιασμό κάθε Ναού με Παραστάσεις Εορτών ή Αγίων, καλύπτουν οι σύγχρονες φωτογραφίες Εικόνων εκτυπωμένες σε κατάλληλα επεξεργασμένο χαρτί. Σε παλαιότερες όμως εποχές, όταν οι μέθοδοι της φωτογραφίσεως και της εκτυπώσεως ήταν είτε ανύπαρκτες είτε σπανιότατες, εδίδετο η εντολή της φιλοτεχνήσεως αναλόγων Παραστάσεων σε Αγιογράφους, τα έργα των οποίων σήμερα εντοπίζουμε ενίοτε λησμονημένα και απαξιωμένα να βρίσκονται αποθηκευμένα στους δευτερεύοντες χώρους των Ναών.Όπως η ευρύτατα διαδεδομένη ύπαρξη Εικόνων σε χαρτί έχει διευκολύνει τις ποικίλες Λατρευτικές ανάγκες εκάστου Ιερού Ναού με την προσβάσιμη πλέον και μη δαπανηρή απόκτηση του πλήρους Αγιολογίου του Ενιαυτού ώστε οι πιστοί να έχουν τη δυνατότητα να προσκυνούν κάθε μέρα την Παράσταση της τιμώμενης Εορτής ή του τιμώμενου Αγίου, καθ’ όμοιο τρόπο οι χάρτινες Εικόνες έχουν διευκολύνει τους σύγχρονους Αγιογράφους, οι οποίοι με άνεση πλέον μπορούν να Τις αποκτήσουν για να τις συμβουλεύονται και να τις αντιγράφουν όταν στον εργαστήριό τους φιλοτεχνούν τα δικά τους έργα. Στις αρχές όμως του 20ου αιώνος, όταν ο Ιωάννης Ψαρρός βρισκόταν στο Αίγιο και επιχειρούσε τη φιλοτέχνηση των έξι Εικόνων, η ανεύρεση ανάλογων προτύπων προς αντιγραφή παρέμενε πράγμα σπανιότατο και αν ποτέ τούτο συνέβαινε, γινόταν αποκλειστικά με τη χρήση λιθόγραφων χαρτώων Εικόνων, όπως ακριβώς συνήθιζε να κάνει και ο Αγιογράφος μας.Για πολλά χρόνια εξακολουθούσα να μην εκτιμώ τις λιθόγραφες Εικόνες. Με ενοχλούσε ο εκλαϊκευμένος και υπεραπλουστευμένος τρόπος με τον οποίο αποδίδεται το κάθε θέμα που παρουσιάζουν. Άρχισα ωστόσο να τις αγαπώ, όταν παρατήρησα την εικαστικότητα και την υψηλή εκφραστική ποιότητα με την οποία μετέφεραν στα δικά τους έργα τα θέματα που αντέγραφαν από τις Εικόνες αυτές σπουδαίοι Αγιογράφοι του Τόπου μας, όπως ο Ιωάννης Ψαρρός και ο Αθανάσιος Σταθακόπουλος. Ο Αγιογράφος Κωνσταντίνος Ανδρεάδης (Αίγιον 1912 – 1994)Η αναφορά μας στο παρόν άρθρο στον Κωνσταντίνο Ανδρεάδη, μας προσφέρει την ευκαιρία να δημοσιεύσουμε κείμενο το οποίο μόλις ολοκληρώσαμε και το οποίο πρόκειται να αναρτήσουμε στον Γυναικωνίτη του Ιερού Ναού του Αγίου Ανδρέου της πόλεώς μας, στους χώρους του οποίου επιχειρούμε τις μέρες αυτές την ανάδειξη του συνόλου των παλαιών Εικόνων του Ναού που έχουμε ήδη αναστηλώσει, ανάμεσα στις οποίες και δέκα Εικόνες του Αγιογράφου εκείνου. Ο Άγιος Ελευθέριος, μία από τις δέκα Εικόνες του Ανδρεάδη που βρίσκονται στον Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου Αιγίου. Στον Ιερό Ναό του Αγίου Αλεξίου στα γειτονικά Σταφιδάλωνα υπάρχουν δεκατέσσερις θαυμάσιες Εικόνες του Αγιογράφου Κωνσταντίνου Ανδρεάδη, ανάμεσα στις οποίες και αυτή με τους Εφίππους Αγίους Θεοδώρους, που αποτελεί ένα από τα αρτιότερα και πιο πετυχημένα έργα που είχε ποτέ ζωγραφίσει ο καλλιτέχνης εκείνος. Το κείμενό μας έχει ως εξής: «Στα Κειμήλια της Θρησκευτικής Ζωγραφικής που αποθησαυρίζονται στον Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου Αιγίου συγκαταλέγονται και οι δέκα Φορητές Εικόνες που εκτίθενται εδώ, του παλαιού Αγιογράφου της πόλεως Κωνσταντίνου Ανδρεάδου. Με τον θάνατό του έκλεισε ο κύκλος της ζωής και του έργου όσων Αγιογράφων μεγάλυναν με τον χρωστήρα τους την λαμπρή Εκκλησιαστική Εικονογραφική Παράδοση που άνθισε στην Αιγιάλεια για πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια. Εκτός από την Τέχνη της Αγιογραφίας, καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ο Ανδρεάδης ασχολήθηκε και με την Τέχνη της Φωτογραφίας. Το καλλιτεχνικό εργαστήριό του ευρίσκετο στο κέντρο της Αγοράς, στην οδό Ερμού 2, στο ανώγειο του Εδωδιμοπωλείου «Τσιρώνης». Ο Ανδρεάδης υπήρξε κατ’ αποκλειστικότητα Αγιογράφος Εικόνων Φορητών, τις οποίες φιλοτεχνούσε με την τεχνική της ελαιογραφίας πάνω σε λεπτό φύλλο «χάρμπορντ», το είδος του ξύλου στο οποίο αγαπούσε να ζωγραφίζει. Στα ποικίλα είδη Φορητών Εικόνων που φιλοτέχνησε συγκαταλέγεται μεγάλος αριθμός Δεσποτικών και Δωδεκαόρτου, με προορισμό τα Τέμπλα των Ιερών Ναών. Η πλειονότητα ωστόσο των Εικόνων που φιλοτέχνησε είναι Προσκυνηματικές, Εικόνες δηλαδή που σε παλαιότερη εποχή απετέλεσαν την παραγγελία ευλαβών Ενοριτών προς τον Αγιογράφο, οι οποίες στην συνέχεια δωρίθηκαν από τους ιδίους στους Ιερούς Ναούς του Τόπου μας και είτε τοποθετήθηκαν σε ξυλόγλυπτα ή μαρμαρόγλυπτα Προσκυνητάρια είτε αναρτήθηκαν ολόγυρα στους λευκούς ακόμη τοίχους, πριν την Ιστόρηση των εσωτερικών όψεων κάθε Ναού με τοιχογραφίες. Ο Κωνσταντίνος Ανδρεάδης διέθετε το σπάνιο καλλιτεχνικό χάρισμα να εναλλάσσει από έργο σε έργο με δεξιότητα και γνώση την Δυτική, Κλασική, Αναγεννησιακή Τεχνοτροπία με την Βυζαντινή και τη Νεοβυζαντινή. Το Έργο του, διάσπαρτο σε Ιερούς Ενοριακούς Ναούς και Παρεκκλήσια του Αιγίου αλλά και σε πολλούς Ναούς και Εξωκκλήσια χωριών ανά την Αιγιάλεια, παραμένει, όπως και των υπολοίπων τοπικών Αγιογράφων, αχαρτογράφητο και αταξινόμητο, δίχως να έχει ακόμη αρχειοθετηθεί». Αίγιον, Δεκέμβριος 2018Σπυρίδων Κρητικός, Ζωγράφος