Μιας που ο Αύγουστος είναι ο μήνας της Παναγίας, έτσι κι εμείς αγαπημένε μου αναγνώστη πήραμε την απόφαση να συνεχίσουμε την αναφορά μας στη σπουδαία Εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που βρίσκεται σε Ναό της Ιεράς Μητροπόλεώς μας. Στην προηγούμενη ανάρτησή μας επιχειρήσαμε μια συνοπτική παρουσίαση του έργου εστιάζοντας τις κρίσεις μας στην καλλιτεχνική σπουδαιότητα και στη σπανιότητά του. Σήμερα θα επιχειρήσουμε μία λεπτομερέστερη έκθεση των τεχνικών και τεχνουργικών γνωρισμάτων του ενώ στην επόμενη - τελευταία ανάρτησή μας, προς το τέλος του μηνός - θα αναλύσουμε τη δομή της συνθέσεως, τη διάταξη και το ανάπτυγμα που επέλεξε να δώσει στο θέμα της Εικόνας ο δημιουργός Της. Αν και ενεπίγραφη, η Εικόνα παρέμεινε ανυπόγραφη και αχρονολόγητη. Παρά το γεγονός ότι ο άγνωστος Αγιογράφος σεβόμενος μία Παράδοση χιλίων πεντακοσίων ετών, διατήρησε την ανωνυμία του μη απαθανατίζοντας πάνω στην Εικόνα το όνομά του, εντούτοις Τη σφράγισε με την καλλιτεχνική προσωπικότητά του, το ιδιαίτερο ταλέντο του και κυρίως, την υψηλή εικαστική παιδεία που διέθετε. Αν και η τέχνη του φέρει γνωρίσματα που τον καθιστούν αμέσως διακριτό, δεν είμαστε σε θέση να ταυτίσουμε το δημιουργό της Εικόνας με κάποιον από τους επώνυμους γνωστούς Αγιογράφους της εποχής στην οποία έζησε. Η όπισθεν όψη της Εικόνας πριν από τις εργασίες των Συντηρήσεων (επάνω) και μετά την ολοκλήρωσή τους (κάτω). Το έργο έχει φιλοτεχνηθεί με την πατροπαράδοτη τεχνική της Αυγοτέμπερας (της Ωογραφίας) και με φύλλο χρυσού πάνω σε δύο σανίδες πελεκημένου ξύλου βελανιδιάς που έχουν τις ίδιες περίπου διαστάσεις και που συνενώνονται στην όπισθεν όψη με δύο τρέσα τραπεζοειδούς σχήματος, στερεωμένο έκαστο στο ξύλινο υπόστρωμα με τέσσερις σφυρήλατους γόμφους. Σε ολόκληρη την έμπροσθεν επιφάνεια του έργου έχει επικολληθεί καμβάς με σκοπό τη θωράκισή του από τις περιοδικές διαστολές και συστολές του ξύλου που προξενούν τη ρηγμάτωση της προετοιμασίας του γύψου και στη συνέχεια - το χειρότερο - της επιφάνειας της ζωγραφικής. Μετά την πρωταρχική σχεδίαση του θέματος πάνω στη λευκή προετοιμασία με μονοκονδυλιά μαύρου χρώματος, ο Αγιογράφος ή κάποιος από τους βοηθούς του χάραξε με τη χρήση αιχμηρού μεταλλικού οργάνου ρηχές αγκυλώσεις στα περιγράμματα του σχεδίου, μέθοδος που τηρείτο απαρέγκλιτα κατά την εποχή της φιλοτεχνήσεως του έργου και που διασφάλιζε στο ζωγράφο τη δυνατότητα να διακρίνει το αρχικό σχέδιο αφού είχε ήδη τοποθετήσει πάνω σε αυτό τους γενικούς χρωματισμούς της συνθέσεως, τα λεγόμενα σαρκώματα. Η υψηλή ποιότητα των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν και οι σωστές αναλογίες που τηρήθηκαν κατά την κατασκευή Της, συνέβαλαν ώστε η Εικόνα να διατηρείται έως σήμερα σε άριστη κατάσταση. Μία επιπλέον καλλιτεχνική αρετή που διακρίνει το έργο συνίσταται στην άρτια τεχνουργική επεξεργασία από το δημιουργό του ο οποίος εμφανίζεται απόλυτος γνώστης των εκφραστικών μέσων της Κρητικής Σχολής, τους εικαστικούς κώδικες της οποίας έχει πλήρως αφομοιώσει και με επιτυχία αναδείξει εδώ. Η εξέλιξη που είχε στην πάροδο του χρόνου η απεικόνιση της Ιεράς Παραστάσεως της Κοιμήσεως της Θεοτόκου όπως παγιώθηκε στους κόλπους της Ορθοδόξου Ανατολικής Τέχνης από την Παλαιολόγειο ήδη (κατά τα Τέλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) και την Μεταπαλαιολόγειο Εποχή (των αρχών της Περιόδου της Τουρκοκρατίας) αποτελεί σύνθεση εμπλουτισμένη με πολλά και ποικίλα δευτερεύοντα ανεκδοτολογικά θέματα (θα τα περιγράψουμε και θα τα αναλύσουμε στην επόμενη ανάρτησή μας) που ενσωματώνονται με σοφία στο κυρίως θέμα. Ο Αγιογράφος της Εικόνας επιδεικνύει το έξοχο ταλέντο και τη βαθιά γνώση που κατείχε στα ζητήματα της Εικονογραφικής Τέχνης με το να παραβλέψει όλα σχεδόν τα δευτερεύοντα εικονολογικά στοιχεία, δημιουργώντας μία σύνθεση αυστηρά αφαιρετική, ισορροπημένη και αρμονική. Η Εικόνα έχει φιλοτεχνηθεί σε σημαντικό Αγιογραφικό Εργαστήριο όχι όμως στη δική μας περιοχή ή στην ευρύτερη περιοχή της βορείου Πελοποννήσου, όπου κατά την Τουρκοκρατία δεν έχει καταγραφεί η παρουσία ανάλογων Εργαστηρίων. Εισήχθη στον τόπο μας από άλλη περιοχή, στην οποία όπως είναι προφανές έδρασε ο άγνωστος σε μας Αγιογράφος. Δεν αποκλείεται να φιλοτεχνήθηκε και σε αυτό ακόμη το πιο σημαντικό Αγιογραφικό Κέντρο, το Χάνδακα πριν από το 1669 ή σε κάποιο άλλο εξ’ ίσου σημαντικό της Τουρκοκρατούμενης Κεντρικής Ελλάδας, όπως τα Ιωάννινα, η Βέροια, η Θεσσαλονίκη. Τα αμιγή τεχνοτροπικά γνωρίσματα της Κρητικής Σχολής με τις πολλές Παλαιολόγειες αναδρομές που δεσπόζουν στο έργο και η παράλληλη παντελής έλλειψη από αυτό των νεωτεριστικών γνωρισμάτων της Επτανησιακής ή της Βενετοκρητικής Σχολής με τις ποικίλες δυτικές επιρροές, κάνουν απίθανη τη φιλοτέχνηση της Εικόνας στη Ζάκυνθο, την Κέρκυρα ή την Κεφαλονιά. Απίθανη κάνουν επίσης τη φιλοτέχνηση της Εικόνας σε κάποιο από τα σημαντικότερα Μοναστικά Κέντρα της Ελλάδας κατά την εποχή, όπως η Πάτμος, τα Μετέωρα ή το Άγιον Όρος, καθότι στα Εργαστήρια των Ιερών αυτών Μονών κάθε μορφής νεωτερισμός που προερχόταν από τη Βενετία υιοθετείτο μέσω του Χάνδακα ευθύς εξ’ αρχής. Η μανιέρα της φιλοτεχνήσεώς Της φανερώνει ως εποχή κατασκευής της Εικόνας τα μέσα του 17ου αιώνα. Οι διαστάσεις Της (69,5Χ47Χ3 περίπου εκατοστά) υποβάλλον την εντύπωση πως, είτε ανήκε σε Δωδεκάορτο, τοποθετημένη στο Τέμπλο αγνώστου Ναού που θα πρέπει να είχε μέγεθος μεγάλο είτε ως Δεσποτική, ανήκε σε Τέμπλο Ναού του οποίου οι διαστάσεις θα πρέπει να ήσαν σχετικά μικρές. Η απουσία αναθηματικής επιγραφής που θα ανέφερε τυχόν το όνομα ενός τόπου ή το όνομα κάποιου Δωρητού ο οποίος θα είχε προσφέρει τη δαπάνη για τη φιλοτέχνησή Της, ενισχύει την εικασία πως πρόκειται για Εικόνα με προορισμό το Εικονογραφικό Πρόγραμμα του Τέμπλου κάποιου Ναού (ίσως κάποιου Ναού αφιερωμένου στην Κοίμηση της Θεοτόκου) πως δηλαδή κατασκευάστηκε μαζί με άλλες που συναποτέλεσαν το Εικονοφόριο του Τέμπλου αγνώστου Ναού που σήμερα έχει εκλείψει. Η εξαιρετική ποιότητα του έργου, η σπουδαία καλλιτεχνική του αξία, η σπανιότητα που το διακρίνει και η παλαιότητά του, εγείρουν ερωτήματα που παραμένουν εισέτι αναπάντητα αναφορικά με την αναιτιολόγητη παρουσία της Εικόνας στο Ναό ημιορεινού, σχετικά απομακρυσμένου χωριού της περιοχής μας. Στον ίδιο Ναό διασώζονται δέκα επτά επιπλέον Εικόνες νεότερες και ελάσσονος αξίας που πλέον δε βρίσκονται σε λειτουργική χρήση. Οι παρατηρήσεις μας στην Κοίμηση και οι συγκρίσεις με τις υπόλοιπες Εικόνες που κάναμε όταν μετά την Αναστήλωσή Τους Τις αναρτήσαμε στο Γυναικωνίτη του Ναού που μεταμορφώθηκε σε μικρό Εκκλησιαστικό Μουσείο, μας γέμισαν με απορίες: από πού προήλθε και πως βρέθηκε - μόνη η Εικόνα αυτή - στην εκκλησία ενός ταπεινού, μικρού χωριού της Αιγιάλειας; Για ποιο σκοπό ζωγραφίστηκε και με ποιόν ακριβώς προορισμό; Αν όντως η Εικόνα ανήκε σε Τέμπλο, τότε που βρίσκονται σήμερα οι υπόλοιπες πάρισες που άλλοτε γειτόνευαν με αυτήν της Κοιμήσεως; Λόγγος Αιγίου, Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019, Απόδοσις Εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σπυρίδων Κρητικός, Ζωγράφος