SUNDAY 18 OCTOBER 2020 LUKE 10: 16-21 Για να κατανοήσουμε καλύτερα την σημερινή ευαγγελική περικοπή θα πρέπει να ανατρέξουμε στους αμέσως προηγουμένους στίχους, όπου ο Κύριος αποστέλλει τους εβδομήκοντα μαθητές να μεταβούν, νωρίτερα από αυτόν, σε κάθε πόλη και τόπο, όπου επρόκειτο και αυτός να έλθη αργότερα, προκειμένου να προαναγγείλουν την έλευσή Του και να προετοιμάσουν τους ανθρώπους διά την αναγγελία της ελεύσεως της Βασιλείας του Θεού. Ο αριθμός αυτός των εβδομήκοντα, ανταποκρίνεται προς τους εβδομήκοντα εκείνους Πρεσβυτέρους τους οποίους ό Μωυσής, κατ’ εντολή του Θεού, εξέλεξε ως βοηθούς του. Αποδεικνύεται έτσι ότι τα παραδείγματα της Παλαιάς Διαθήκης αποτελούν προτύπωση των γεγονότων της Καινής Διαθήκης. Τους έστειλε ανά δύο, σε ζευγάρια, διότι σύμφωνα με το βιβλίο του Δευτερονομίου (19:15) για να σταθεί μία μαρτυρία ή μία διδασκαλία ενώπιον τρίτων, απαιτούνται δύο μάρτυρες. Έπειτα, διά να βοηθά, να στηρίζει και να ενθαρρύνει ο ένας τον άλλον. Εξάλλου όπως αναφέρει ο Ιησούς: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν.» - (Ματθαίος 18:20), έκφραση η οποία αποτελεί τη βάση της συστάσεως και της ουσίας της Εκκλησίας, που είναι η εν Χριστώ κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Ο Ιησούς λοιπόν τους επισημαίνει ότι «εκείνος που σας ακούει, ακούει εμένα, και εκείνος που σας αθετεί, αθετεί εμένα και τον Πατέρα, που με απέστειλε». Αυτός ο στίχος υποδηλώνει ότι ο απεσταλμένος λαμβάνει ίδια εξουσία με τον αποστείλαντα. Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, όσο ακόμα ήταν στη γη αλλά κυρίως μετά την Πεντηκοστή και την δωρεά του Αγίου Πνεύματος στους αγίους Αποστόλους, δίνει στους μαθητές Του την εντολή και τη διακονία να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της αληθείας και της σωτηρίας σε όλο τον κόσμο. Και είναι τόσο σπουδαία και σημαντική η μαρτυρία των αγίων Αποστόλων στον κόσμο, εφόσον απορρέει από τη διδασκαλία του Χριστού, ώστε να ταυτίζεται η ευπείθεια και η υπακοή προς αυτούς με την υπακοή στον ίδιο το Θεό. Όταν λοιπόν επέστρεψαν οι μαθητές από την αποστολή τους, εξέφρασαν την χαρά τους στον Κύριο διότι στο όνομά Του οι δαίμονες εκδιώκονταν. Μπροστά στο κήρυγμα της ελεύσεως της Βασιλείας του Θεού ο Σατανάς και το βασίλειό του κατετροπώθησαν. Ο Χριστός όμως, παροτρύνει τους εβδομήκοντα να μη χαίρονται επειδή με τη χάρη του Θεού κάνουν θαύματα και διώκουν τους δαίμονες, αλλά να χαίρονται περισσότερο διότι τα ονόματά τους είναι γραμμένα στο βιβλίο της ζωής. Και τούτο γιατί; Διότι το χάρισμα της θαυματουργικής επεμβάσεως και η «ἐξουσία τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων και σκορπίων και ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» δεν είναι προσωπικό κατόρθωμά μας, αλλά δωρεά που δίδεται από τον ίδιο τον Θεό. Αν δεν το διευκρινίσουμε αυτό μέσα μας, τότε οι όποιες αρετές μας είναι αποτέλεσμα του εγωισμού και της υπερηφανείας μας και όχι καρπός της σχέσης μας με το Θεό, με αποτέλεσμα τελικώς να εκπέσουμε και να συντριβούμε όπως ο εωσφόρος : «πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωΐ ἀνατέλλων; συνετρίβη εἰς τὴν γῆν ὁ ἀποστέλλων πρὸς πάντα τὰ ἔθνη. σὺ δὲ εἶπας ἐν τῇ διανοίᾳ σου· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς Βορρᾶν» - (Ησ. 14: 12-13). Για το λόγο αυτό ο Παύλος προειδοποιεί τον Τιμόθεο και λέει: «ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου» - (Α΄Τιμ. Γ΄: 6) Έπειτα η εγγραφή μας στο βιβλίο της ζωής είναι αποτέλεσμα της πίστεώς μας στο Χριστό. Πίστεως στο ότι Εκείνος είναι ο Υιός του Θεού, που σαρκώθηκε και σταυρώθηκε και αναστήθηκε για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτή η πίστη είναι που μας σώζει, που μας εγγράφει στο βιβλίο της ζωής και που μας δίνει δύναμη να ανορθωνόμαστε από τις πτώσεις μας και να προχωράμε με δύναμη, την οποία αντλούμε από τον ίδιο το Θεό. Αυτή η πίστη είναι που τελικά υλοποιεί κάθε θαύμα, μικρό ή μεγαλύτερο στη ζωή μας, και μάς φέρνει καθημερινά κοντά στη σωτηρία, την άφεση των προσωπικών μας αμαρτιών και την Ανάσταση και τέλος μας καθιστά ουρανοπολίτες, μέλη της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Σκοπός εξάλλου του Ευαγγελιστού Λουκά είναι να δείξει, μέσα από τα δύο έργα του το Ευαγγέλιο και τις Πράξεις, ότι η πίστη στο Χριστό έχει ως αποτέλεσμα «ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις» (Πράξ. 26:18). Στη συνέχεια ο Χριστός αναπέμπει ευχαριστία προς τον Θεό Πατέρα, διότι αποκάλυψε την Αλήθεια όχι στους σοφούς, αλλά σε «νηπίους» δηλαδή σε απλούς ανθρώπους. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στη σοφία των ανθρώπων και τη σοφία του Θεού δεν πρέπει να μάς παραξενεύει. Γιατί τον Θεό δεν τον πλησιάζουμε με τον νου μας, αλλά με την καρδιά. Ο Θεός φεύγει και κρύβεται από τους υπερήφανους και αποκαλύπτεται στους ταπεινούς. Γιατί η γνώση του Θεού δεν είναι επίτευγμα του ανθρώπου, αλλά δωρεά και ευεργεσία και φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο που διψά, για το ύδωρ της Ζωής. Γιατί τελικά ο Θεός δεν ανακαλύπτεται, αλλά ο ίδιος αποκαλύπτεται στον άνθρωπο που με ταπείνωση αναγνωρίζει την προσωπική του αδυναμία. Για να ζήσουμε λοιπόν την αλήθεια του Ευαγγελίου και να την κάνουμε τρόπο της ζωής μας πρέπει να διαθέτουμε απλότητα και ζέση της καρδιάς. Με ταπείνωση και με ειλικρίνεια στη διάθεσή μας να Τον γνωρίσουμε, να αποκαλυφθεί στη ζωή μας και να μάς οδηγήσει στη σωτηρία, στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν!