Ο έκδηλος πόνος, η θλίψη και η οδύνη που προξενεί στους Αποστόλους και στους Ιεράρχες το δραματικό γεγονός της Κοιμήσεως της Θεομήτορος στο οποίο παρευρίσκονται, «εξανθρωπίζει» την Εικόνα που από το Δεκαπενταύγουστο και μετέπειτα δεν έχουμε σταματήσει να περιγράφουμε. Η προβολή των συγκινησιακών συναισθημάτων του πένθους φαίνεται πως υπήρξε στις προτεραιότητες του Αγιογράφου. Προκειμένου να πετύχει το στόχο του κατέφυγε σε τρείς ευρηματικές επινοήσεις: πρώτον, στην παράλειψη από τη σύνθεση δευτερευόντων προσώπων και γεγονότων και στην εμφάνιση σε αυτήν μόνο όσων προσώπων έχουν άμεση σχέση με την Κοίμηση. Δεύτερον, στη λιτή και επανακυλιόμενη στο χώρο χρωματική κλίμακα και τρίτον, στην αποτύπωση της οδύνης στις κινήσεις και στα πρόσωπα των Αποστόλων και των Ιεραρχών. Την ανάλυση των τριών αυτών εμπνευσμένων μεθοδεύσεων του Αγιογράφου επιχειρούμε στο παρόν άρθρο. Κατά πρώτον, αποσιώπησε από την Παράσταση ανεκδοτολογικά επεισόδια που καθιστούν τη σύνθεση πολυπρόσωπη, καθιερωμένα κατά την περίοδο τής μετά το Βυζάντιο εποχής. Ονομαστοί και πρωτοπόροι Αγιογράφοι της Τουρκοκρατίας όπως ο Θεοφάνης Στρελίτσας - Μπαθάς, ο Τζώρτζης ο Θηβαίος και ο Φράγκος Κατελάνος, προκειμένου να μεταφέρουν το εικονογραφικό θέμα της Κοιμήσεως από Εικόνες Φορητές (που λόγω των μικρών διαστάσεών τους περιλαμβάνουν λίγα πρόσωπα) σε τοίχους μεγάλων διαστάσεων στο εσωτερικό εκκλησιών την Ιστόρηση των οποίων είχαν αναλάβει, εμπλούτισαν την Παράσταση πληθαίνοντας τα πρόσωπα που εμφανίζονται σε αυτήν τα οποία λαμβάνουν μέρος σε ποικίλα συμπληρωματικά επεισόδια που ήντλησαν οι δημιουργοί εκείνοι από την Απόκρυφο Παράδοση. Στις νεότερες εποχές, η πολυπληθέστερη εκδοχή της Κοιμήσεως εκτός από τη μορφή της τοιχογραφίας πέρασε χάρη στους εξέχοντες Αγιογράφους της Κρητικής Σχολής και της Κρητοβενετικής Επτανησιακής και στη Φορητή, σε μία σχέση αλληλοδανείου διαλόγου ανάμεσα στα δύο εικονογραφικά είδη. Την εποχή κατά την οποία ο Αγιογράφος μας φιλοτέχνησε την Εικόνα, όλες σχεδόν οι Φορητές απέδιδαν πλέον την Παράσταση της Κοιμήσεως σύμφωνα με την πολυπληθή εκδοχή. Ο διπλασιασμός όμως και σε πολλές περιπτώσεις ο τριπλασιασμός των προσώπων, αφαιρούν από την Παράσταση την κατανυκτικότητα και τη διάχυτο αίσθηση του πένθους που κατά κανόνα είναι επιβεβλημένο να δεσπόζει, πράγμα το οποίο ο Αγιογράφος μας είχε σίγουρα παρατηρήσει και το οποίο θέλησε να αποφύγει στο δικό του δημιούργημα. Για το λόγο αυτό διαμόρφωσε τη δική του εκδοχή για την Κοίμηση. Επέλεξε να απαθανατίσει σε αυτήν μόνο τα σημαντικότερα πρόσωπα τα οποία έχουν άμεση σχέση με το δραματικό γεγονός κι επιπλέον, παρέλειψε κάθε πλεονάζον στοιχείο. Οδήγησε έτσι τη σύνθεσή του στην αφαίρεση, προσδίδοντας στην Εικόνα την αίσθηση του πένθους, της κατανύξεως και της συντριβής. Το πλήθος των Αγγέλων (τις περισσότερες φορές σε μονοχρωμία) που περιβάλλει τη φιγούρα του Χριστού στο μέσον της συνθέσεως και η ολόφωτη Δόξα με τις αλλεπάλληλες χρυσές ακτίνες που Τον δορυφορεί, είναι επιπλέον στοιχείο που συμβάλλει ώστε η Παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου να καθίσταται πολυπρόσωπη. Ο Αγιογράφος μας αντίθετα, παρέλειψε τη Δόξα και από τον αριθμό των Αγγέλων κράτησε μόνο δύο. Παρέλειψε επίσης και αυτό τούτο το επεισόδιο που εικονογραφείται στο πρώτο πλάνο της σκηνής μπροστά από τη νεκρική κλίνη με τον ασεβή Εβραίο Ιεφονία που αποπειράται να κλέψει το Ιερό Λείψανο της Παναγίας και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που τον τιμωρεί αποκόπτοντας με το ξίφος τα χέρια του. Από την Εικόνα έχουν επίσης παραληφθεί οι μορφές των γυναικών που εμφανίζονται στο δεύτερο πλάνο πίσω από τους Αποστόλους και τους Ιεράρχες με σκυμμένη την κεφαλή να σηκώνουν την άκρη του ιματίου τους για να σκουπίσουν τα δάκρυά τους. Πρόκειται για μαρτυρημένες συντρόφους της Παναγίας και για θεραπαινίδες που συμπαραστάθηκαν στη Θεομήτορα κατά τα τελευταία έτη του Βίου Της. Ο χρυσός κάμπος (το φόντο) στις φορητές Εικόνες και ο μπλε στις τοιχογραφίες της Κοιμήσεως που έχουν πολλά πρόσωπα και πολλά δευτερεύοντα γεγονότα είναι διάσπαρτος από νεφέλες στο σχήμα ατομικών μεταλλίων, κάθε μία εκ των οποίων περιέχει σε προτομή από έναν Απόστολο ο οποίος κατά την Απόκρυφο Αποκάλυψη μεταφέρθηκε με θαυματουργικό τρόπο από τα πέρατα του κόσμου όπου δίδασκε και ευαγγελίζονταν, στο χώρο όπου βρίσκεται σε εξέλιξη η Εξόδιος Ακολουθία της Θεοτόκου. Στο φόντο επίσης των Εικόνων αυτών στο μέσον απεικονίζεται η Μετάστασις της Θεοτόκου και η Επίδοσις από την ίδια στον Άγιο Απόστολο Θωμά της Τιμίας Ζώνης ενώ στην κορυφή εμφανίζονται δύο Άγγελοι που ανοίγουν τις Πύλες του Παραδείσου για να εισέλθει η Μεταστάσα Θεοτόκος. Στις πολυπρόσωπες Κοιμήσεις συμπεριλαμβάνονται επίσης τα δύο κυρίαρχα ουράνια σώματα με απεικόνιση ανθρωπομορφική, του Ηλίου από αριστερά με κόκκινο χρώμα και της Σελήνης από δεξιά, με χρώμα λευκό και ψυχρό. Ένα ακόμη δευτερεύον στοιχείο που αποτυπώνεται σε πολλές πολυπρόσωπες Εικόνες είναι η απεικόνιση της Ταφής της Παναγίας. Οι Άγιοι Απόστολοι με επί κεφαλής τους Πρωτοκορυφαίους Πέτρο και Παύλο, συνωθούνται γύρω από το Μνημείο του Τάφου της Θεοτόκου, υποβαστάζοντας το Πάνσεπτο Σκήνωμά Της τυλιγμένο με σουδάρια ενώ ακριβώς πίσω προβάλλεται ο Οίκος Της. Η απαρίθμηση που κάναμε αμέσως πιο πάνω της εμφανίσεως στην Παράσταση δευτερευόντων και τριτευόντων ανεκδοτολογικών επεισοδίων στα οποία συμμετέχουν πολυάριθμα πρόσωπα (ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει σε όλες σχεδόν τις Εικόνες με την Κοίμηση) βοηθά για να κατανοήσουμε το βαθμό της αφαίρεσης στον οποίο οδηγήθηκε ο καλλιτέχνης προκειμένου να αποφύγει το ενδεχόμενο, τα πολλά πρόσωπα που τυχόν θα ενσωμάτωνε στην Εικόνα του να «κατέπνιγαν» την κατάνυξη και το πένθος που επιθυμούσε να κυριαρχήσουν πάνω απ’ όλα στη σύνθεση. Το αντιπροσωπευτικό δείγμα πολυπρόσωπης Εικόνας (επάνω) που περικλείει όλα τα δευτερεύοντα γεγονότα που συνοδεύουν την Παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, καθιστά σαφή το βαθμό της αφαίρεσης στον οποίο σκοπίμως οδηγήθηκε ο Αγιογράφος μας στη δική του Εικόνα (κάτω). Η σοφή απάλειψη προσώπων και επεισοδίων, αποκαλύπτει πως ο Αγιογράφος εκτός από σπάνιο ταλέντο και εικαστική παιδεία διέθετε καλλιέργεια και θεολογική μόρφωση. Η Εικόνα ενδεχομένως να παρήχθη στο χώρο του Εικονογραφικού Εργαστηρίου Ιεράς Μονής στην οποία ο Αγιογράφος μας υπήρξε Μοναχός, σε περιβάλλον δηλαδή στο οποίο είχε επιπλέον στη διάθεσή του τις θεολογικές συμβουλές και τις πνευματικές νουθεσίες των συνασκητών του. Δεύτερο εύρημα το οποίο επινόησε ο Αγιογράφος με σκοπό την προβολή του πένθους στην Εικόνα που φιλοτέχνησε, είναι η κυλιόμενη επανάληψη των όμοιων χρωματισμών που φέρουν οι αμφιέσεις των ιερών μορφών. Εάν εξαιρέσουμε τους δυνατούς πορτοκαλόχρωμους τόνους στο ιμάτιο του Χριστού (σκοπίμως ο Αγιογράφος επέλεξε αποχρώσεις ζωηρές στην εξωτερική αμφίεση του Κυρίου με στόχο να εξάρει την Παρουσία Του) οι χρωματισμοί στις αμφιέσεις των Αποστόλων, σε τόνους ήσυχους και κάπως μουντούς, αλληλοδιαδέχονται σε πανόμοιες αποχρώσεις του γκρι, του κόκκινου και του κυπαρισσί, που επαναλαμβάνονται από τον ένα Απόστολο στο διπλανό του ή στο μεθεπόμενο σε μία ισορροπημένη συνομιλία που δίνει χρωματική ενότητα στο έργο. Η ενότητα αυτή διακόπτεται διακριτικά από το μπλε και την ώχρα στα ενδύματα του Αποστόλου Πέτρου στα αριστερά και του Ευαγγελιστού Ματθαίου, στα δεξιά. Στη χρωματική ενότητα συμβάλλει το ολόλευκο επαναλαμβανόμενο των Ωμοφορίων με τους ομοιόμορφους Σταυρούς στα Άμφια των Ιεραρχών που απεικονίζονται στη σύνθεση. Οι αναδιπλώσεις των ενδυμάτων είναι απαλές και ήσυχες, η πτυχολογία (που διατυπώνεται σε χαμηλών τόνων χρωματική γκάμα) αποτελείται μόνο από τον προπλασμό κι ένα σκούρο τόνο που ορίζει την πτύχωση στο ύφασμα, με δίχως καθόλου φώτα - τα λεγόμενα λάματα. Ωστόσο, το καθαυτό χαρακτηριστικό που ανακαλεί στην Εικόνα με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο το πένθος, είναι η κίνηση στο χώρο των σωμάτων των Αποστόλων και κυρίως, η έκφραση στα πρόσωπά Τους. Με τη διαφοροποίηση στη στάση του σώματος των Αποστόλων (οι περισσότεροι στρέφονται προς το εσωτερικό της συνθέσεως ενώ δύο εξ αυτών στρέφουν σώμα και κεφαλή προς τα έξω - εκτός του χώρου στον οποίο διαδραματίζεται η Ιερά Παράστασις - σα να θέλουν να αποδράσουν) ο Αγιογράφος πέτυχε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της ταραχής και την εντύπωση ενός έργου που πάλλεται. Σε μια δεύτερη όμως, πιο προσεκτική ματιά, διαπιστώνει κανείς πως την κίνηση του σώματος των Αποστόλων συντονίζει η ψυχική Τους διάθεση, ο πόνος, η λύπη, η συντριβή. Το απλανές και παγωμένο (σα να είναι άδειο) αφηρημένο βλέμμα Τους, που κάθε Απόστολος στρέφει σε ένα δικό Του προσωπικό υπερπέραν, οι αυλακωμένες από τη συγκίνηση παρειές και τα ελαφρώς συσπώμενα φρύδια Τους χαρακτηρίζουν το εσωτερικό άλγος που Τους διακατέχει. Τα βλέμματά Τους (κανενός εκ των οποίων δε διασταυρώνεται με των υπολοίπων) χαρακτηρίζουν την έκδηλη λύπη Τους που ταυτίζεται με το ήρεμο εσωτερικό μεγαλείο και την καρτερικότητα που Τους διακατέχει. Η αίσθηση του πόνου και της εσωτερικής συντριβής είναι αποτυπωμένη και σε αυτά ακόμη τα πρόσωπα των δύο Αγίων Αγγέλων που δορυφορούν τον Κύριο. Παρ’ όλες τις παραπάνω μεθόδους που οδήγησαν το χρωστήρα του Αγιογράφου να εκφράσει με περισσή επιτυχία τον πόνο στα πρόσωπα των Μαθητών του Χριστού και σαν ο ίδιος να μην είχε μείνει ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα, προσέθεσε - ως τελευταία εικαστική πράξη - δάκρυα να εκχέονται άφθονα από τα μάτια όλων των Αποστόλων και των Ιεραρχών! (Στο επόμενο το τελευταίο) Αίγιον, Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019 Σπυρίδων Κρητικός, Ζωγράφος