Η παραβολή των ταλάντων έρχεται ως συνέχεια της παραβολής των δέκα παρθένων, για να δηλώσει ο Κύριος ότι δεν αρκεί να είμαστε μόνο προνοητικοί και φρόνιμοι σαν τις πέντε φρόνιμες παρθένους, αλλά και δραστήριοι και επιμελείς (Π. Τρεμπέλας). Η σημερινή παραβολή δηλαδή των ταλάντων έχει ως σκοπό να εξάρει την ανάγκη αξιοποίησης των χαρισμάτων που ο Θεός δίνει σε κάθε άνθρωπο: Δεν φτάνει μόνο ο Θεός που δίνει, αλλά απαιτείται και η ανθρώπινη συνέργεια. Χωρίς αυτήν η προσφορά του Θεού όχι μόνο μένει ανενέργητη, αλλά δυστυχώς λειτουργεί εις βάρος της σωτηρίας του ανθρώπου. Η οριστική τελική αποτίμηση που κάνει ο Κύριος στο τέλος της παραβολής για τον τεμπέλη και άχρηστο αχρείο δούλο είναι πράγματι συγκλονιστική: «Τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον. Εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων». Εκείνο που καταρχάς τονίζει η παραβολή είναι ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει δεχτεί χαρίσματα από τον Θεό. Όπως ο αποδημών άνθρωπος κάλεσε τους ιδίους δούλους και «παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού», έτσι και όλοι οι άνθρωποι, είτε το δέχονται είτε όχι, ανήκουν στον Θεό. Μπορεί ο λαός του Ισραήλ να είχε κληθεί από τον Θεό ως εκλεκτός Του λαός, συνεπώς οι Ισραηλίτες σε πρώτη φάση να θεωρούνταν οι κατεξοχήν δούλοι Του, όμως η κλήση του αυτή με το δεδομένο της πτώσης του ανθρώπου στην αμαρτία κατανοούνταν ως ευθύνη και ανάθεση διακονίας: Να κρατήσουν την αλήθεια του Θεού και να την μεταδώσουν και στους άλλους λαούς, οι οποίοι και αυτοί ανήκαν σ’ Εκείνον. Ο ερχομός του Ιησού Χριστού έπειτα επιβεβαίωσε εντελώς την αλήθεια αυτή: Οι πάντες, ανεξάρτητα από καταγωγή και φυλή, είναι κλητοί του Θεού. Και μάλιστα κλητοί προκειμένου να μετάσχουν στο ανώτερο εξ όλων των χαρισμάτων, «το μορφωθήναι εν αυτοίς τον Χριστόν», να γίνουν κατά χάριν υιοί του Θεού. Όλοι λοιπόν οι άνθρωποι είναι του Θεού και όλοι δέχονται τα τάλαντα Εκείνου, που σημαίνει ότι για τον Θεό δεν υπάρχουν διακρίσεις απέναντι στα πλάσματά Του. Κι εκείνο που εξίσου απαρχής τονίζει η παραβολή είναι ότι τα τάλαντα, τα χαρίσματα που δίνει ο Θεός σε όλους τους ανθρώπους είναι δικά Του, ανήκουν σ’ Εκείνον. «Παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού», λέει ο Κύριος, δηλαδή η χορήγησή τους αποτελεί ευθύνη για τον άνθρωπο: Από το πώς θα τα εργαστεί και θα τα αξιοποιήσει θα εξαρτηθεί η περαιτέρω κατάστασή του και μάλιστα σε αιώνιο επίπεδο. Πρέπει να σταθούμε με πολλή προσοχή στο σημείο αυτό: Ό,τι καλό έχουμε στη ζωή μας, ό,τι χαρισματικό επισημαίνουμε στην ύπαρξή μας, την ψυχική και τη σωματική (υγεία, ευφυΐα, καλοσύνη, υλικά αγαθά ενδεχομένως), ενώ φαίνεται ότι μας ανήκει και είναι δικό μας, στην πραγματικότητα ανήκει στον Θεό, ο Οποίος μας το έδωσε για να το λειτουργήσουμε κατά το θέλημά Του, ώστε να αυξηθούμε πνευματικά και να οδηγηθούμε στον σκοπό μας που δεν είναι άλλος από την ένταξή μας στη Βασιλεία Του. Η δοξολογική και ευχαριστιακή θεώρηση του κόσμου και του εαυτού μας εν προκειμένω συνιστά μονόδρομο: «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». «Εἴτε εσθίετε είτε πίνετε είτε τι άλλο ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε». Με μία βαθύτερη θεώρηση τα τάλαντα της παραβολής παραπέμπουν στην κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργία του ανθρώπου, με την έννοια ότι ο Θεός απαρχής προίκισε τον άνθρωπο με τα δώρα του εικονισμού Του σ’ αυτόν – την ελευθερία, τη δημιουργικότητα, τη συνειδητότητα, τη δυνατότητα να αγαπά- ώστε καλλιεργώντας τα με επίγνωση και κατά το θέλημα Εκείνου να φτάσει να γίνει κι αυτός μέτοχος της χαράς του Κυρίου του. Ιδίως για τον χριστιανό που έχει πλήρη επίγνωση των παραπάνω αληθειών λόγω της ενσωμάτωσης του στον Κύριο διά του αγίου βαπτίσματος ισχύει το του αποστόλου: «Τί έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;». Κατά συνέπεια είναι ευνόητο το γιατί η πίστη μας θεωρεί την ταπείνωση ως την φυσιολογική οδό του ανθρώπου και ως την κρηπίδα πάνω στην οποία στηρίζεται το οικοδόμημα της πνευματικής ζωής. «Απούσης ταπεινοφροσύνης πάντα τα ημέτερα έωλα» κατά τον λόγο του μεγάλου ασκητικού διδασκάλου αγίου Ιωάννου της Κλίμακος. Μόνον ένας τυφλός, δηλαδή μόνον ένας άπιστος η αλλοιωμένος κατά την πίστη του άνθρωπος, δεν θα έβλεπε την πραγματικότητα αυτή. Η διαβάθμιση των ταλάντων «καίω μεν έδωκε πέντε τάλαντα, ω δε δύο, ω δε εν» δεν σημαίνει αδικία από πλευράς του Θεού. Όλοι ουσιαστικά παίρνουν το ίδιο, γιατί ο Θεός δίνει στον καθένα κατά την ιδίαν δύναμιν. Αδικία θα έκανε ο Θεός, αν έδινε σε όλους αδιακρίτως το ίδιο. Ο Θεός μας όμως μετρά τις δυνατότητες του καθενός και του δίνει αυτό που αντέχει. Γι’ αυτό και του ζητά το αντίστοιχο προς την προσφορά Του. Ο άνθρωπος καλείται να εργαστεί ανάλογα προς αυτό που έλαβε, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Το πέντε πρέπει να γίνει δέκα, το δύο τέσσερα, το ένα δύο. Από την άποψη αυτή το τέσσερα θα είναι μεγαλύτερο του εννιά ή του οκτώ ή του έξι. Το τέσσερα δηλαδή αυτού που έλαβε δύο θα είναι μεγαλύτερο από το εννιά αυτού που έλαβε πέντε. Με άλλα λόγια αυτό που ζητά και περιμένει ο Θεός από τον άνθρωπο είναι η καταβολή των δυνατοτήτων του, η επιμέλεια που δείχνει στη δική Του χορηγία, τελικώς δηλαδή το πόσο ανταποκρίνεται εν αγάπη στη δική Του αγάπη. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» που λέει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Το μυστικό της εργασίας του ανθρώπου για να αυξήσει τα τάλαντα του Κυρίου του, να γίνει δηλαδή πιστός οικονόμος της χάριτός Του, είναι ακριβώς η αγάπη του προς Εκείνον. Αν διαγράψουμε την αγάπη αυτή, τότε μάλλον εκπίπτουμε στην τραγική κατάσταση του τρίτου δούλου, ο οποίος κατενόησε διεστραμμένα τη σχέση του με τον Κύριό του. Τον κατενόησε δηλαδή φοβικά και απειλητικά, κι αυτό λόγω της πονηρής και οκνηρής προαίρεσής του. Πονηρέ δούλε και οκνηρέ! Αν η παραβολή των δέκα παρθένων προηγείται της παραβολής των ταλάντων, η παραβολή της τελικής κρίσεως έπεται. Κι η τελική κρίση προσδιορίζει το τι σημαίνει τελικώς εργασία πάνω στα τάλαντα που έχει δώσει και δίνει ο Θεός: Να ζούμε εν αγάπη. Ο Θεός δηλαδή δωρίζει κάθε καλό στον άνθρωπο –και πρωτίστως πια τον ίδιο Του τον Εαυτό- ώστε ο άνθρωπος να το αντιδωρίσει εν αγάπη και ευχαριστία στον συνάνθρωπό του προς δόξαν και πάλι Θεού. Οι ύμνοι από τον όρθρο της Μεγάλης Τρίτης εν προκειμένω μας καθοδηγούν: «Δεύτε, πιστοί, επεργασώμεθα προθύμως τω Δεσπότη· νέμει γαρ τοις δούλοις τον πλούτον, και αναλόγως έκαστος πολυπλασιάσωμεν το της χάριτος τάλαντον· ο μεν σοφίαν κομιείτω δι᾽ έργων αγαθών· ο δε λειτουργίαν λαμπρότητος επιτελείσθω· κοινωνείτω δε του λόγου πιστός τω αμυήτω· και σκορπιζέτω τον πλούτον πένησιν άλλος· ούτω γαρ το δάνειον πολυπλασιάσωμεν, και ως οικονόμοι πιστοί της χάριτος, δεσποτικής χαράς αξιωθώμεν» (Εμπρός, πιστοί, ας εργαστούμε με προθυμία για τον Κύριο. Γιατί μοιράζει στους δούλους τον πλούτο. Κι ανάλογα ο καθένας μας ας πολλαπλασιάσουμε το τάλαντο της χάρης: Ο ένας ας μεταδώσει σοφία με έργα αγαθά. Ο άλλος ας προσφέρει λαμπρές υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο. Ο πιστός ας κοινωνήσει τον λόγο της πίστης στον αμύητο αυτής. Και άλλος ας σκορπίζει τον πλούτο του στους πτωχούς. Έτσι λοιπόν ας πολλαπλασιάσουμε το δάνειο και σαν πιστοί οικονόμοι της χάρης του Θεού ας γίνουμε άξιοι της χαράς του Δεσπότη Χριστού).